- καφουρά
- η (Μ καφουρά)βλ. καμφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφουρά — καφουρά̱ , καφουρά camphor fem nom/voc/acc dual καφουρά̱ , καφουρά camphor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bornan-2-on — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher … Deutsch Wikipedia
Campher — Strukturformel (+) Campher (links) und (–) Campher (rechts) Allgemeines Name … Deutsch Wikipedia
Camphora — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher … Deutsch Wikipedia
Cardiazol — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher … Deutsch Wikipedia
Kampher — Strukturformel Strukturformel von (+) Campher Strukturformel von (–) Campher … Deutsch Wikipedia
καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με … Dictionary of Greek
καφουρένιος — καφουρένιος, α, ον (Μ) λευκός σαν την καμφορά, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + κατάλ. ένιος (πρβλ. αχυρ ένιος, φιλντισ ένιος)] … Dictionary of Greek
καφουρόδεντρο — το το καμφορόδεντρο, τής οικογένειας τών δαφνωτών τής Άπω Ανατολής, από το αιθέριο έλαιο τού οποίου παρασκευάζεται η καμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + δέντρο] … Dictionary of Greek
φαινολοκαφουρά — η, Ν (φαρμ.) παλαιό τοπικό αναισθητικό και αντισηπτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλη + καφουρά, άλλος τ. τής λ. καμφορά] … Dictionary of Greek